Οι διακοπές του Οδυσσέα στον παππού και τη γιαγιά. Όλα όσα ένιωσα
Πριν από 10 ημέρες συνέβη το εξής "τραγικό": άφησα τον Οδυσσέα στις Σπέτσες, στη μαμά μου και τον μπαμπά μου. Ούτε καν στους γονείς του άντρα μου. Στους δικούς μου γονείς, που όπως και να το κάνεις, θεωρητικά νιώθεις μια μεγαλύτερη εμπιστοσύνη αλλά και άνεση να πάρεις άμα θες και δέκα τηλέφωνα την ημέρα για να επιβεβαιώσεις ότι όντως έφαγε όλο του το φαγητό και ότι τον έχουν αλείψει σωστά με το αντικουνουπικό ακόμα και στην πίσω πλευρά του αριστερού γονάτου...
Θα σας πω κάτι σοκαριστικό: ο Οδυσσέας δεν μας αναζήτησε καμία από αυτές τις 10 ημέρες. Δεν είπε ούτε ένα "πού είναι η μαμά;" ούτε ένα "θέλω τον μπαμπά μου". Αυτό από μόνο του αποτέλεσε μεγάλη μαχαιριά και έπρεπε να το διαχειριστούμε και οι δύο μας σε προσωπικό επίπεδο. 'Άλλωστε πριν τον αφήσουμε στη γιαγιά είχαμε πει ότι επειδή σίγουρα θα έκλαιγε και θα χτυπιόταν και θα μας ζητούσε, ότι θα ερχόμασταν σε χρόνο ρεκόρ από την Αθήνα για να τον παραλάβουμε με το πρώτο κλάμα. Όμως κλάμα δεν υπήρξε ποτέ. Ούτε καν παράπονο.
Και εδώ ήρθε η δεύτερη μαχαιριά. "Οδυσσεάκο, θες να μιλήσεις στο τηλέφωνο με τη μαμά και τον μπαμπά;", ρωτούσε η γιαγιά όλο γλύκα. "Όχι παίζω τώρα" ήταν η απάντηση του παιδιού που με το δίκιο του, βρισκόταν σε ένα νησί, κολυμπούσε, έτρωγε παγωτά (μαμά το ξέρω ότι του δίνατε παγωτά!), πέταγε βοτσαλάκια στο νερό, έπαιζε με μπάλες, νερά, πατίνια και άλλα παιδάκια που βρίσκονταν στο ίδιο καλοκαιρινό mood.
10 μέρες κράτησε το μαρτύριο να είμαστε μακριά από το παιδί μας και μάλιστα χωρίς να του μιλάμε καθώς η απάντηση "τώρα παίζω" ερχόταν ως σφαλιάρα σε κάθε request μας να έρθει στην άλλη άκρη της γραμμής. Απόγευμα Παρασκευής, 240 ώρες μακριά του (ίσως και να τις μέτρησα μία μία) πήρα το καράβι από τον Πειραιά, να πάω Σπέτσες να τον παραλάβω..
Στη διαδρομή είχα βάλει τα ακουστικά μου και οι μουσικές που άκουγα με έκαναν να δακρύζω μπροστά σε ξένο κόσμο, μου είχε λείψει τόσο πολύ, ένιωθα τόσες τύψεις. Λέω, λες να μη θέλει να μου μιλήσει επειδή νιώθει ότι τον παράτησα και με τιμωρεί; Όλες οι παρανοϊκές σκέψεις της Ελληνίδας μάνας πέρασαν από το μυαλό μου αυτές τις 2 μαρτυρικές ώρες στο καράβι.
Όταν το καράβι μπήκε στο λιμάνι των Σπετσών με το βλέμμα μου αναζητούσα το παιδί μου λες και το είχα χάσει για 10 χρόνια. Δεν θα σας το κρύψω, σκέφτηκα ακόμα και το σενάριο να με είχε ξεχάσει...
Κατέβηκα από το πλοίο και τον είδα να με περιμένει στο λιμάνι. Έτρεξα πάνω του (και τώρα που το γράφω κλαίω) και εκείνος άνοιξε τα χεράκια του και μου έκανε τη μεγαλύτερη αγκαλιά του κόσμου. Την πιο σφιχτή και την πιο ζεστή.
Μωρό μου, τι κάνεις; του είπα. "Μαμά, πέρασα ΤΕΛΕΙΑ", φώναξε και τότε κατάλαβα πως του είχα κάνει το καλύτερο δώρο της ζωής του. Τον είχα αφήσει στα καλύτερα χέρια, στο πιο όμορφο περιβάλλον (τι καλύτερο από τα ελληνικά νησιά μας) να παίξει, να ξεγνοιάσει και τελικά να ωριμάσει. Οι αλλαγές επάνω του ήταν τεράστιες. Τον ένιωθα πιο ανεξάρτητο, πιο δυνατό...
Τον αγκάλιασα και όλες οι σκέψεις μου εξαφανίστηκαν. Εκείνο το δευτερόλεπτο αποφάσισα πως δεν θα γίνω η μάνα που θα στερεί από το παιδάκι της την ευτυχία για να το έχει πάντα κολλημένο πάνω της.
Επιστρέψαμε στην Αθήνα. Σε όλη τη διαδρομή ήταν αγκαλιά μου. Τον μύριζα, τον χάιδευα, τον φιλούσα. Μου είχε λείψει όσο τίποτα, όμως ήμουν έτοιμη να τον ξαναστείλω διακοπές με τον παππού και τη γιαγιά όταν μου το ζητήσει. Γιατί μια μαμά πρέπει τελικά να κοιτάει πρώτα την ευτυχία -και την ανεξαρτησία- του παιδιού της..