Yes Yes ο κουραμπιές!
Κάπου, κάπως, κάποτε, ουυυυ πάνε πάνω από πέντε ζαχαρένιοι μήνες, σε ένα συνοικιακό όμορφο ζαχαροπλαστείο ζούσε ένας κουραμπιές. Η μόνη λέξη που αγαπούσε ήταν η λέξη yes. Και την έλεγε συνέχεια. Για αυτό και όλα τα υπόλοιπα γλυκά, τον πειράζανε και του φώναζαν κάθε πρωί που ξύπναγε
«Yes Yes ο κουραμπιές!!Ο κουραμπιές είναι γιεγιές!!»
Ο κουραμπιές που λέτε, κάθε μέρα σηκωνότανε από το βραδινό του ύπνο, τιναζότανε κάνοντας ένα σύννεφο από άχνη ζάχαρη γύρω του και έπαιρνε τη θέση του στις ετοιμασίες της ημέρας. Κάθοταν που λέτε όλα τα γλυκά στη σειρά και ο στρουμπουλός γλυκός ζαχαροπλάστης που τον έλεγαν κ. Καραμέλο περνούσε και ρωτούσε τα γλυκά τι θέλουνε να τους βάλει.
«Καλημέρα γλυκάκια μου καλά και ζουμερά! Θέλετε να σας βάλω τρούφα;»
«Ναι, ναι!» φώναζαν τα τρουφάκια και καθότανε ήσυχα μέχρι να τα πασπαλίσει.
«όχι όχι!» φώναζαν τα κοκ που η συνταγή τους δεν είχε μέσα τρούφα!
Ο κουραμπιές που λέτε που άλλη λέξη από το yes δεν χρησιμοποιούσε, ότι και να του έλεγε ο ζαχαροπλάστης έλεγε μόνο yes!
“Θες τρούφα;» ρώταγε ο ζαχαροπλάστης.
«Yes yes!” φώναζε ενθουσιασμένος ο κουραμπιές!
Και έτσι κατέληγε που λέτε φίλοι μου, κάθε μέρα να είναι ντυμένος και πασπαλισμένος σαν τσίρκο! Τι τρούφα, τι τριμμένο αμύγδαλο, τι άχνη ζάχαρη, τι χρωματιστή σοκολάτα σε νιφάδες, τι σιρόπια! Χαμός! Ηταν ο κουραμπιές κλόουν!
«Μα τι σε πιάνει και λές όλο yes και βάζεις όλα αυτά τα μασκαρέματα πάνω σου;» τον ρώτησε μία μέρα όλο περιέργεια η νουγκατίνα. «Αφού όλα αυτά δεν είναι στην συνταγή σου.»
«Έχεις ιδέα πόσο καιρό είμαι εδώ πέρα και δεν με αγοράζει κανείς;» της απάντησε ο κουραμπιές. «Έχω καταντήσει πια μπαγιάτικος.. Σκέφτομαι λοιπόν ότι αν λέω όλο yes στα στολίδια και τα καλούδια που μας φέρνει ο κύριος Καραμέλο κάποιος θα με αγοράσει τελικά.»
«Ναι, όμως από ότι βλέπεις δεν σε αγοράζει κανείς.» του είπε ένα εκλέρ. «Έχεις σκεφτεί ποτέ γιατί δεν σε αγοράζουν;»
«Γιατί;»
«Γιατί λες όλο yes!” του απάντησε το μιλφέιγ. “Αντί να είσαι ένας κανονικός κουραμπιές και οι άνθρωποι που τους αρέσει ο κουραμπιές να σε αγοράσουν, είσαι ένας κουραμπιές κλόουν και προτιμάνε τα άλλα γλυκά που είναι ο εαυτός τους. Ξέρεις κάποιες φορές δεν χρειάζεται να κάνουμε πράγματα που δεν μας ταιριάζουν για να αρέσουμε στους άλλους.Όσο πιο απλοί είμαστε τόσο πιο πολύ μας θέλουν.”
“Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι..” μονολόγησε ο κουραμπιές. “Τώρα όμως και να θέλω να είμαι ο εαυτός μου και να μείνω απλός, δεν μπορώ γιατί είμαι πια μπαγιάτικος και δεν θα με αγοράσει κανείς. Ούτε τα αβγά μου είναι φρέσκα, ούτε τα αμύγδαλα μου, ούτε το βούτυρο μου. Για αυτό σας λέω, καλυτερα να λέω yes και να βάζω πάνω μου στολίδια, μήπως με αγοράσει κανείς.
«Άκου τι θα κάνουμε!» του είπε το μακαρόν και του έκλεισε το μάτι. «Το βράδυ που θα πάει για ύπνο ο κύριος Καραμέλο, θα μαζευτούμε όλοι μαζί εδώ στον πάγκο και θα σε διορθώσουμε. Θα ξανακάνουμε φρέσκα όλα τα υλικά σου και έτσι το πρωί θα ξυπνήσεις ένας ολόφρεσκος κουραμπιές. Και στο μόνο που θα πείς yes θα είναι στην άχνη ζάχαρη!»
«Yes!!!!!”φώναξε ενθουσιασμένος ο κουραμπιές και όλα τα γλυκά έσκασαν στα γέλια.
Το βράδυ που λέτε, με το που κλείδωσε το ζαχαροπλαστείο και σβήσανε τα φώτα, τα γλυκά σήκωσαν ψηλά τα μανίκια και έπιασαν δουλειά. Ο κουραμπιές έβαλε τη συνταγή του σε ένα πάγκο και όλοι άρχισαν να τον επιδιορθώνουν. Τα παστάκια χτύπησαν φρέσκα αυγά. Οι εργολάβοι έλιωσαν φρέσκο βούτυρο. Τα τρίγωνα θεσσαλονίκης έτριψαν καβουρδισμένο αμύγδαλο. Τα βουτήματα έβρασαν φρέσκο γάλα. Όλο το βράδυ που λέτε, τα γλυκά δούλευαν ακούραστα και επιδιόρθωναν καθε μπαγιάτικο συστατικό του κουραμπιέ που ενθουσιασμένος κοίταζε γύρω του και φωναζε συνέχεια: « Yes! Yes! Yes!”
Με το που πήρε να χαράζει, κατάκοπα τα γλυκά και αφού είχαν τελειώσει έπεσαν στα ζεστά κουτιά τους να κοιμηθούν ευχαριστημένα. Ο κουραμπιές, μοσχομυριστός και φρέσκος, ξάπλωσε στο κουτί του και πριν πει καληνύχτα γύρισε προς τα γλυκά και τους είπε:
«Σας ευχαριστώ για όλα! Τώρα νιώθω πια ο εαυτός μου! Είμαι καθαρός, φρέσκος και νομίζω πως θα σταματήσω να λέω πια σε όλα Yes! Yes από εδώ και πέρα θα λέω μόνο σε εσάς τους φίλους μου και... στην άχνη ζάχαρη!»
Ξημέρωσε που λέτε στο μικρό ζαχαροπλαστείο και ο στρουμπουλός ζαχαροπλάστης, έβαλε τα γλυκά στη σειρα και άρχισε την βόλτα του με τα συστατικά.
«Τρούφα σοκολάτα;» ρώτησε τον κουραμπιέ.
«Όχι ευχαριστώ.» απάντησε ο κουραμπιές και όλα τα γλυκά του έκλεισαν συνωμοτικά το μάτι.
«Άχνη ζάχαρη;» τον ρώτησε πάλι ο κ. Καραμέλο.
«Yes! Yes!” απάντησε ο κουραμπιές και γύρισε την πλάτη του για να τον πασπαλίσει ο ζαχαροπλάστης.
Μόλις που λέτε ετοιμάστηκε ο κουραμπιές, ξάπλωσε νωχελικά στο κουτί του και άρχισε να κοιτάει απ’έξω στη βιτρίνα τον κόσμο που περνούσε.
Μία μαμά μπήκε μέσα μαζί με το παιδάκι της και το ρώτησε:
«Τι γλυκό θέλεις να σου πάρω για δώρο που πήρες τόσο καλούς βαθμούς στο σχολείο;»
«Κάτσε να χαζέψω τη βιτρίνα και να σου πω.» της είπε ο μικρός και άρχισε να περιεργάζεται τα γλυκά.
«Θέλεις αυτή την ωραία σοκολατίνα;» τον ρώτησε η μαμα του και τον χάιδεψε στο κεφάλι.
«Όχι, μανούλα, θέλω αυτόν τον λαχταριστό κουραμπιέ που μοσχομυρίζει» φώναξε ενθουσιασμένος ο μικρός και χτύπησε τα χεράκια του δυνατά.
«YES! Yes! Yes!» φώναξε ξετρελλαμένος ο κουραμπιές και όλα τα γλυκά του ζαχαροπλαστείου έσκασαν στα γέλια!!!!