Η καμηλοπάρδαλη που έβλεπε τους άλλους αφ' υψηλού
Και έτσι αυτή το ευχαριστιόταν πολύ να αφήνει τις μαϊμούδες να κουράζονται, έπειτα λύγιζε τον λαιμό της και έπαιρνε τα φρούτα που είχαν βάλει σημάδι από μπροστά απ' τα μάτια τους με χαρακτηριστική ευκολία. Μια μέρα όμως, προσπάθησε να ανέβει σε ένα δέντρο μια γερασμένη μαϊμού, η οποία με δυσκολία κατάφερε να σκαρφαλώσει ως το πιο ψηλό κλαδί. Η καμηλοπάρδαλη αντί να την λυπηθεί, γελούσε μαζί της, και περίμενε πως και πως την στιγμή που θα άπλωνε το χέρι της. Έτσι, μόλις η μαϊμού άπλωσε να μαζέψει ένα όμορφο ροδάκινο που κρεμόνταν από το κλαδί, η καμηλοπάρδαλη το δάγκωσε με το μεγάλο της στόμα και το έκανε μια χαψιά. Πριν καλά καλά το κατεβάσει, η οργισμένη μαϊμού της είπε:
"Να μην κοιτάς τους άλλους αφ' υψηλού γιατί μόνο Θεός κάθεται τόσο ψηλά."
"Και που κάθεται ο Θεός;", ρώτησε η Καμηλοπάρδαλη.
"Στο θρόνο του, πάνω απ' τα σύννεφα", της απάντησε η μαϊμού.
Τότε η καμηλοπάρδαλη κοίταξε στον ουρανό για να δει τα σύννεφα, τα οποία βρίσκονταν τόσο ψηλά που ούτε αυτή δεν θα μπορούσε να τα φτάσει με τον μακρύ της λαιμό. Στον ορίζοντα όμως αντίκρισε ένα πελώριο βουνό, η κορυφή του οποίου χανόταν στον ουρανό, και σκέφτηκε: "Αν φτάσω μέχρι εκεί, τότε θα κάθομαι τόσο ψηλά όσο ο Θεός και θα βλέπω τα πάντα αφ' υψηλού, ακόμη και τους ουρανοξύστες και τα αεροπλάνα των ανθρώπων".
Και έτσι ξεκίνησε για να βρει το βουνό. Περπατούσε μέρα και νύχτα, μέσα από ζούγκλες και τροπικά δάση, και συνάντησε λογής λογής ζώα, από κροκόδειλους μέχρι ελέφαντες και πουλιά τουκάν, όμως κανένα από αυτά δεν την ξεπερνούσε σε ύψος. Όταν όμως κάποια στιγμή έφτασε στους πρόποδες του βουνού, παρατήρησε ότι αυτό ήταν απότομο και ότι θα δυσκολευόταν πολύ να το σκαρφαλώσει. Τότε σκέφτηκε τις καημένες μαϊμούδες, που ήταν μικροκαμωμένες και δυσκολεύονταν πολύ να σκαρφαλώσουν τα δέντρα από τα οποία τους έπαιρνε τους καρπούς, και αναρωτήθηκε αν άξιζε πραγματικά τον κόπο να φτάσει ως τα σύννεφα για να βλέπει τους πάντες αφ' υψηλού.
Μετά από λίγο όμως αναθάρρεψε και το πήρε απόφαση πως το να ανέβει στην κορυφή θα ήταν κάτι δύσκολο. Έτσι έβαλε τα δυνατά της και ξεκίνησε για να το ανεβεί, μέσα από δύσβατα μονοπάτια και απόκρυμνους γκρεμούς. Όταν έφτασε στην πιο απότομη πλαγιά πήρε γάντζο και σχοινί, και αφού τα έδεσε μεταξύ τους, τα χρησιμοποίησε για να αναρριχηθεί, ώσπου κάποια στιγμή, φτάνοντας προς την κορυφή, αντίκρισε τα σύννεφα από κοντά. Τότε στέριωσε καλά πόδια της σε ένα βράχο και με δύναμη τέντωσε το κεφάλι της ώστε να βγει από μέσα απ' τα σύννεφα.
Όταν το κεφάλι της ξεπρόβαλλε, δεν μπόρεσε να δει τίποτε άλλο παρά το γαλανό του ουρανού και μια παχιά στρώση από σύννεφα, η οποία κάλυπτε όλη την θέα προς τη γη. Τότε αυτή έβαλε μια δυνατή φωνή, η οποία ακούστηκε ως τα πέρατα της οικουμένης: "Έφτασα τόσο ψηλά, πιστεύοντας ότι από εδώ θα μπορούσα να βλέπω τους πάντες αφ' υψηλού όπως ο Θεός, αλλά αντί για αυτό δεν μπορώ να δω καν τα πόδια μου."
Τότε οι μαϊμούδες, οι οποίες αναγνώρισαν την φωνή της, έβαλαν τα γέλια, και το γέλιο τους ακούστηκε τόσο πολύ δυνατά που αντήχησε ως τον ουρανό. Μόλις το κατάλαβε, η καμηλοπάρδαλη έβαλε τα κλάμματα, και πήρε τον δύσκολο δρόμο του γυρισμού για να κατεβεί από το βουνό.
Από τότε λέγεται πως όταν βλέπει μαϊμού να δυσκολεύεται να σκαρφαλώσει σε δέντρο, την ανεβάζει στο κεφάλι της και την αφήνει κατευθείαν στην κορυφή του δέντρου για να μην κουράζεται.